Πειρᾶν — Πείρη fem gen pl (doric aeolic) Πείρης masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρᾷν — πειράω attempt pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειράν — πειρά̱ν , πειρά sharp point fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πεῖραν — Πείρας masc voc sg Πείρης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεῖραν — πείρω pierce aor part act neut nom/voc/acc sg πείρω pierce aor ind act 3rd pl (homeric ionic) πεῖρα trial fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πείραν — Πείρᾱν , Πείρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείραν — πείρᾱν , πειράω attempt imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πείρᾱν , πειράω attempt imperf ind act 1st sg (doric aeolic) πείρᾱν , πειράω attempt imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) πείρᾱν , πειράω attempt imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek
PAS Giannina F.C. — PAS Giannina Full name Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα (Panepirotic Athletic Association Giannina) Nickname(s) Ajax of Epirus Pagourades (Canteen Men) Founded … Wikipedia
πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek